- τεκτόναρχος
- -ον, Ααρχιτέκτων, δημιουργός («τεκτόναρχος Μοῡσα», Σοφ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, -ονος + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκτόναρχος — chief of the builders of verse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονουργός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχιτέκτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + ουργός (< ἔργον*), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τεκτόναρχος] … Dictionary of Greek